στροπά

στροπά
Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Παφίους) η αστραπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ster- (βλ. λ. άστρο) με αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού -r- ως -ρο- στην Αρκαδοκυπριακή (πρβλ. στροπά: στορπά, βροτός: μορτός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • στορπάν — Α (κατά τον Ησύχ.) «στορπάν τήν ἀστραπήν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας *ster (βλ. λ. άστρο) με αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού r ως ορ στην αρκαδοκυπριακή διάλεκτο (πρβλ. στροπά και βροτός: μορτός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”